- δενδροτόμος
- δενδροτόμος, -ον (Α)αυτός που κόβει τα δένδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -τομος < τόμος < τέμνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δενδροτόμος — cutting down trees masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροτόμος — ο αυτός που ασχολείται στην πράξη με τη δενδροτομία, ξυλοκόπος, υλοτόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δενδροτόμον — δενδροτόμος cutting down trees masc/fem acc sg δενδροτόμος cutting down trees neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροτόμων — δενδροτόμος cutting down trees masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδροτομώ — (AM δενδροτομῶ, έω) [δενδροτόμος] κόβω δένδρα αρχ. 1. ερημώνω μια περιοχή κόβοντας τα δένδρα της (κυρίως τα καρποφόρα) 2. φρ. «δενδροτομῶ νῶτον» ξυλοκοπώ, δέρνω … Dictionary of Greek